- φιλογερμανικός
- -ή, -ό1. αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας: Η φιλογερμανική στάση της Βουλγαρίας στο β’ παγκόσμιο πόλεμο.2. αυτός που γίνεται για έκφραση αγάπης προς τους Γερμανούς ή τη Γερμανία: Φιλογερμανική διαδήλωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.